ἐγοήτευσε

ἐγοήτευσε
γοητεύω
bewitch
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γητεύω — 1. γοητεύω, μαγεύω 2. θεραπεύω με γητειές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως γητεύω < *γογητευω (με αποβολή τής πρώτης συλλαβής γο που παρετυμολογικά εκλήφθηκε ως η προσωπική αντωνυμία [ε]γώ) < γοητεύω, με ανάπτυξη τού ημιφωνικού στοιχείου γ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”